- ἰονθάς
- ἰονθάςshaggyfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιονθάς — ἰονθάς, άδος, ἡ (Α) [ίονθος] (για την άγρια κατσίκα) μαλλιαρή, δασύτριχη («ἰονθάδος ἀγρίου αἰγός», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ἰονθάδα — ἰονθάς shaggy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰονθάδος — ἰονθάς shaggy fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίονθος — ἴονθος, ὁ (Α) 1. ρίζα τρίχας, νέα τρίχα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν τριχῶν» 3. (κατά τον Φρύν.) «ἡ ἐπὶ τοῡ προσώπου ἅμα τῇ τριχῶν ἐκφύσει τῶν πρώτων γινομένη οἴδησις» εξάνθημα στο πρόσωπο, το οποίο συνοδεύει την πρώτη εμφάνιση γενιού … Dictionary of Greek
u̯endh-3 — u̯endh 3 English meaning: hair, beard Deutsche Übersetzung: “Haar, Bart” Material: Gk. ἴονθος m. “ root of a/the hair, young beard, Gesichtsausschlag” (*u̯i u̯ondhos), ἰονθάς “villous, shaggy”; M.Ir. find “ hair of the head “,… … Proto-Indo-European etymological dictionary